καλοστρώνω

καλοστρώνω
καλόστρωσα, καλοστρώθηκα, καλοστρωμένος
1. στρώνω κάτι καλά: Τα χαλιά είναι καλοστρωμένα.
2. στρώνω κάτι κάτω σε αφθονία: Απόψε το καλόστρωσε το χιόνι.
3. τακτοποιώ κάτι καλά: Πρόσεξε να καλοστρώσεις το τραπέζι.
4. στρογγυλοκάθομαι απρόσκλητος: Μας καλοστρώθηκε και δε θέλει να το κουνήσει.
5. εφαρμόζω καλά: Δεν καλοστρώνει επάνω σου το κοστούμι αυτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”